γαλάνης

γαλάνης
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αργύρης. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στη Δράμπαλα κ.α. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη κ.α. Σκοτώθηκε στα Δερβενάκια. 3. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Μακρινίτσα του Πηλίου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες υπό τις διαταγές του Μπασδέκη. 4. Γιάννης. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο και πολέμησε στις εκεί μάχες καθώς και στο Πέτα, στην Άρτα, στη Βόνιτσα, στην Άμπλιανη, καθώς και στις πολιορκίες του Μεσολογγίου. Μετά το 1828 ονομάστηκε πεντηκόνταρχος. 5. Θεόδωρος. Γεννήθηκε στην Παρνασσίδα και πολέμησε υπό τις διαταγές του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς. Αργότερα, με οπλαρχηγούς τον Δράκο και τον Πανουργιά, πολέμησε στα Σάλωνα, στην Υπάτη, στα Βασιλικά, στην Ακρόπολη της Αθήνας κ.α. 6. Πάνος ή Μεγαπάνος. Καταγόταν από τη Βόνιτσα και ήταν ένας από τους πλουσιότερους και σημαντικότερους πολιτικούς και οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς. Από τον Αλή πασά ορίστηκε γενικός προεστός του Καρλελίου, όπου διαδέχτηκε στο αξίωμα τον Μ. Μαυρομάτη. Αργότερα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης διετέλεσε μέλος της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδας, καθώς επίσης και εκείνης που συστάθηκε από τον Αλ. Μαυροκορδάτο. Πήρε μέρος στην υπογραφή της συνθήκης με τον Ιμπραήμ για την παράδοση του Αιτωλικού. Τελικά αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην Άρτα όπου και πέθανε.
* * *
ο (θηλ. γαλάνω, η) [γαλανός]
1. ξανθός και γαλανομάτης
2. (χρησιμοποιείται σαν όνομα βοδιού, προβάτου, σκύλου κ.λπ.) λευκός ή γκριζόλευκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γαλάνης, Δημήτριος — (Αθήνα 1879 – 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Τις βάσεις της ευρύτερης παιδείας του και την αγάπη για την έρευνα, ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του Εμμανουήλ είχε σπουδάσει… …   Dictionary of Greek

  • Γαλάνης, Ιωάννης — (Αθαμάνιο Άρτας 1940 –). Θεολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια του Ρέγκενσμπουργκ και του Μονάχου της Γερμανίας. Σταδιοδρόμησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Άγγελος (ή Αγγελής). Από τον Πύργο της Ηλείας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Θ. Κολοκοτρώνη. Διακρίθηκε στο Χλουμούτζι. 2. Ανδρίκαρδος. Από το Ευηνοχώρι Μεσολογγίου. Πολέμησε ως …   Dictionary of Greek

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • Θανόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρόνικος. Καταγόταν από τον Μάχο της Ηλείας. Επικεφαλής σώματος που συντηρούσε ο ίδιος, πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. 2. Γαλάνης. Καταγόταν από το Σκληρό της Ολυμπίας. Επικεφαλής δικού του στρατιωτικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”